- συντριβή
- affliction
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
συντριβή — crushing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντριβή — η 1. θρυμμάτισμα. 2. καταστροφή, ήττα: Πέτυχαν τη συντριβή των εχθρικών δυνάμεων. – Η ομάδα μας έπαθε συντριβή σ αυτόν τον αγώνα. 3. υπερβολική θλίψη, κυρίως από τη συναίσθηση κάποιας κακής πράξης: Με συντριβή καρδιάς ζήτησε συχώρεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντριβή — η, ΝΜΑ [συντρίβω] όλεθρος, καταστροφή (α. «η συντριβή τών στρατιωτικών τους δυνάμεων ήταν αναπότρεπτη» β. «πρὸ συντριβῆς ἡγεῑται ὕβρις, πρὸ δὲ πτώματος κακοφροσύνη», ΠΔ) νεοελλ. μσν. μτφ. σπαραγμός ψυχής μσν. αρχ. σύντριψη … Dictionary of Greek
συντριβῇ — συντρίβω rub together aor subj pass 3rd sg συντριβή crushing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντρίβῃ — συντρί̱βῃ , συντρίβω rub together pres subj mp 2nd sg συντρί̱βῃ , συντρίβω rub together pres ind mp 2nd sg συντρί̱βῃ , συντρίβω rub together pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντριβῆι — συντριβῇ , συντρίβω rub together aor subj pass 3rd sg συντριβῇ , συντριβή crushing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντριβαί — συντριβή crushing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντριβῆς — συντριβή crushing fem gen sg (attic epic ionic) συντριβής living together masc/fem acc pl (attic epic doric) συντριβής living together masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντριβήν — συντριβή crushing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντριβῶν — συντριβή crushing fem gen pl συντριβής living together masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek